- επαρκής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που επαρκεί, ο αρκετός, όσος χρειάζεται για κάποια ανάγκη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπαρκής — helpful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαρκής — ές (Α ἐπαρκής, ές) 1. αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια ανάγκη, αρκετός («οὐσίαν... ταῑς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», Πλούτ.) 2. επίρρ. επαρκώς αρκετά, ικανοποιητικά αρχ. 1. βοηθητικός, χρήσιμος 2. (για φάρμακο) δραστικός, αποτελεσματικός. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ἐπαρκῇς — ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 2nd sg ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκῆ — ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαρκής helpful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαρκής helpful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκέστερον — ἐπαρκής helpful adverbial comp ἐπαρκής helpful masc acc comp sg ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκέα — ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαρκής helpful masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκές — ἐπαρκής helpful masc/fem voc sg ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρκέστατον — ἐπαρκής helpful masc acc superl sg ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποχρών, -ώσα, -ών — επαρκής, πειστικός, αρχαία μετοχή που χρησιμοποιείται μονάχα στη λογική και στα μαθηματικά στις φράσεις «αποχρών λόγος» και «αποχρώσα αιτία» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαρκέας — ἐπαρκής helpful masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)